- γκράφιτι
- (graffiti). Επιγραφή ή ζωγραφική παράσταση σε τοίχο και γενικότερα σε δημόσιο χώρο. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους αρχαιολόγους για να δηλώσει ανεπίσημες γραφές σε τύμβους και αρχαία μνημεία. Στη σύγχρονη εποχή το γ. εμφανίστηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Νέα Υόρκη, όταν οι νεαροί συνήθιζαν να γράφουν στους τοίχους της γειτονιάς τους τα ονόματά τους με μαρκαδόρους. Η πρώτη γνωστή επιγραφή μάλιστα ανήκε σε έναν ελληνοαμερικανό νέο που ονομαζόταν Takis. Η εφεύρεση της βαφής σε μορφή σπρέι έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στην ανάπτυξη του γ., που σταδιακά μεταμορφώθηκε σε μία ολοκληρωμένη μορφή εικαστικής έκφρασης, με χαρακτήρα ενίοτε πολιτικής ή κοινωνικής καταγγελίας, ενώ σήμερα έργα γ. εκτίθενται ακόμη και σε αίθουσες τέχνης.
Γκράφιτι σε πλαϊνή όψη πολυκατοικίας στην οδό Πειραιώς, στην Αθήνα, επηρεασμένο από την ιαπωνική τεχνοτροπία manga.
Ομαδικό έργο γκράφιτι στο κέντρο της Αθήνας.
Dictionary of Greek. 2013.